νεπέρειος

νεπέρειος
-α, -ο [Νέπερ]
αυτός που επινοήθηκε από τον Σκώτο μαθηματικό Νέπερ ή Νέιπιερ («νεπέρειος λογάριθμος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”